- πολύμνιος
- πολύ-μνιος [pron. full] [ῑ], ον, ([etym.] μνίον)A full of moss, v.l. (ap.Sch.) in Nic.Th. 950.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολύμνιος — ον, Α αυτός που έχει πολλά βρύα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μνίον «βρύο»] … Dictionary of Greek